- αναιρετήριος
- ία , ιόν юр. кассационный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναιρετήριος — ἀναιρετήριος, α, ον (Μ) [ἀναιρέτης] ο αναιρετικός* … Dictionary of Greek
ἀναιρετήριον — ἀναιρετήριος masc acc sg ἀναιρετήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek